- φρονηματισμός
- ο, ΝΜΑ [φρονηματίζω]νεοελλ.σωφρονισμόςμσν.-αρχ.αλαζονεία, έπαρση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρονηματισμός — ο 1. η αναπτέρωση του ηθικού, η εμψύχωση, το να παίρνει κανείς θάρρος. 2. ο σωφρονισμός, το να βάζει κανείς μυαλό: Τιμωρήθηκε για φρονηματισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρονηματισμοῦ — φρονηματισμός presumptuousness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονηματισμῶν — φρονηματισμός presumptuousness masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονηματισμόν — φρονηματισμός presumptuousness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)